- Για λέγε τώρα, έχεις φάει “κόκκινο” κουνουπίδι, σαν κι αυτό εδώ που σου δείχνω?
- Τι να σου πω τώρα. Έχω φάει ένα χρωματιστό κουνουπίδι, αλλά νομίζω ότι ήταν ψιλομπλέ. Κάτι σαν το μωβ χρώμα της φανέλας των Lakers έχω την εντύπωση ότι μου θύμιζε.
- Αν είχε βράσει σωστά θα έπρεπε να είχε κρατήσει το κοκκινοβυσσινί χρώμα του και να σου θυμίζει την φανέλα των Cavalliers. Από ό,τι καταλαβαίνεις ο αποχρωματισμός του κουνουπιδιού σχετιζόταν με την ενεργή οξύτητα του υγρού μέσα στο οποίο έβρασε. Αυτό συνήργησε αρνητικά και προκάλεσε τον αποχρωματισμό του. Βάλε λοιπόν νερό να βράσουμε το κόκκινο κουνουπίδι.
- Να προσθέσω αλάτι;
- Μη ρωτάς. Μάθε να ελέγχεις μόνος σου. Υποτίθεται ότι θέλεις να γίνεις ένας καλός μάγειρας.
- Εντάξει, Αποφάσισα να προσθέσω. Για να περιμένουμε λίγο να δούμε. .......... Ωπ. Ρε μεγάλε, το λάχανο έχει γίνει ήδη μπλε. Τι συνέβη?
- Θα το βρεις μόνος σου. Βράσε κι άλλο νερό και ρίξε αυτή τη φορά και μπόλικο ξύδι μέσα στην κατσαρόλα. Άντε κουνήσου.
- Μαλάκα......., τι γίνεται? Ρε, το κουνουπίδι έμεινε κόκκινο, ρε. Τόσο εύκολο ήταν δηλαδή? Το έπιασα νομίζω: Τα πράσινα λαχανικά θέλουν αλκαλικό περιβάλλον για να κρατήσουν το χρώμα τους, ενώ, αντιθέτως τα κόκκινα οξύ. Αν τυχόν κάνουμε το αντίθετο, καταστρεφόμαστε, τα λαχανικά αποχρωματίζονται και πάνε για πέταμα.
- ΟΚ, δεν πάνε για πέταμα, βρώσιμα εξακολουθούν να είναι αλλά δεν είναι για σερβίρισμα σε κυριλέ περιστάσεις.
- Αρχίζω να τα καταλαβαίνω. Τώρα δένουν όλα μεταξύ τους. Τελικά και στη μαγειρική όλα έχουν μια εξήγηση...
(απόσπασμα από το λήμμα ΟΞΥΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΛΚΑΛΙΚΟΤΗΤΑ από το βιβλίο του Democratic Gourmet)